- προκαταστέλλειν
- πρό-καταστέλλωput in orderpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προκαταστέλλω — ΜΑ καταστέλλω, καταπραΰνω εκ τών προτέρων (α. «προκαταστέλλειν τὴν διάνοιαν», Αριστείδ. β. «προκαταστέλλων τὸν θυμὸν αὐτοῡ», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταστέλλω «αναχαιτίζω, κατευνάζω»] … Dictionary of Greek